- κακόξενος
- κακόξενος, ιων. τ. κακόξεινος, -ον (Α)1. αυτός που δέχεται στο σπίτι του ξένους ανάξιους για φιλοξενία («οὔ τις σεῑο κακοξεινώτερος άλλος», Ομ. Οδ.)2. δυσμενής προς τους ξένους, αφιλόξενος («Σκυθῶν κακοξενώτεροι», Ιουλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -ξενος (< ξένος), πρβλ. ιδιό-ξενος, φιλό-ξενος].
Dictionary of Greek. 2013.